Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τῆς εὐνοίας

См. также в других словарях:

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κοντέ — (Condé). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που προήλθε από την ομώνυμη πόλη. 1. Ερρίκος Α’ (Henri I, 1552 – 1588). Ήταν γιος του Λουδοβίκου Α’ Κ. των Βουρβόνων (βλ. 3.). Σώθηκε από τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), συμμάχησε με …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… …   Dictionary of Greek

  • προκαθηγούμαι — έομαι, ΜΑ 1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένη η προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσα αρχ. 1. προπορεύομαι και οδηγώ 2. καθοδηγώ, συμβουλεύω… …   Dictionary of Greek

  • благооумиѥ — БЛАГООУМИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Благоразумие, благонравие: и премдр(с)ть мо˫а въстависѩ въ мнѣ... и не ѡ(т)лѣпихъ ср(д)ца своѥго ѡ(т) всѩкого бл҃гооумь˫а. (ἀπὸ... εὐφροσύνης!) ГА XIII XIV, 95б; не хытростью порабощеваимъ. не бл҃гооумьемь собiмъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • охоудѣти — ОХОУДѢ|ТИ (7*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Уменьшиться: самъ камыкъ не охудѣѥть. ни мѣрою ни тѣло(м). Пал 1406, 137в. 2. Стать хуже, потерять прежний вид: изиде марко послѹшани˫а ради. съмжаривъ очи. ˫ако не видѣти свое˫а мт҃ре. ѡна же охѹдѣвъша его ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»